-
1 расход
расходм1. τό ἔξοδο[ν], ἡ δαπάνη:текущие \расходы τά καθημερινά ἔξοδα· карманные \расходы τό χαρτζιλίκι· день-Έ на мелкие \расходы χρήματα προορισμένα γιά τά μικρά ἔξοδα· дорожные \расходы τά ὁδοιπορικά ἔξοδα· транспортные \расходы τά μεταφορικά· накладные \расходы τά γενικά ἔξοδα· военные \расходы ὁΐ στρατιωτικές δαπάνες· непредвиденные \расходы τά ἀπρόοπτα ἔξοδα· нести́ \расходы ὑποβάλλομαι σέ ἔξοδα· покрывать \расходы καλύπτω τά ἔξοδα·2. (потребление) ἡ κατανάλωση [-ις], τό ξόδε-μα:\расход электроэнергии ἡ κατανάλωση ἡλεκτρικής ἐνεργείας· \расход боеприпасов ἡ κατανάλωση πυρομαχικών3. бухг. τό ἔξοδο[ν]:приход и \расход ἔσοδα καί ἐξοδα, τό δοῦναι καί λαβείν ◊ пустить н \расход τουφεκίζω, ἐκτελώ. -
2 окупить
окуплю, окупишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окупленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ. καλύπτω τα έξοδα•окупить себестоимость βγάζω το κόστος•
окупить затраты (расходы) καλύπτω (βγάζω)τα έξοδα.
|| μτφ. (ε)ξαγοράζω.καλύπτομαι•расходы -лись τα έξοδα καλύφτηκαν.
|| μτφ. (ε)ξαγοράζομαι. -
3 страхование
η ασφάλισ/ηгосударственное - κρατική/δημόσια -имущественное - ακινήτου για ζημιές απόδιάφορες αιτίες (πυρός, θύελλαςοχημάτωνκ λπ.)морское - η ναυτασφάλεια, ηναυτασφάλισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > страхование
-
4 возместить
возместить, возмещать αποζημιώνω* \возместить расходы πληρώνω τα έξοδα* \возместить убытки ζημιώνω* * *= возмещатьвозмести́ть расхо́ды — πληρώνω τα έξοδα
возмести́ть убы́тки — ζημιώνω
-
5 накладной
накладн||о́йприл 1.:\накладнойое золото (серебро) τό ἐπιχρύσωμα, τό ἐπαργύρωμα·2. (искусственный) ψεύτικος:\накладнойые волосы τά ψεύτικα μαλλιά· ◊ \накладнойые расходы τά μικρά Εξοδα, τά γενικά ἔξοδα. -
6 перевозка
η μεταφορ/άбестарная - χύδην/σε χύμα- на условиях СИФ - με όρους С Ι.F. (κόστος, ασφάλεια- сухопутным транспортом χερσαία -, διά της ξηράςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перевозка
-
7 скидка
η έκπτωσ/ηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скидка
-
8 хранение
η φύλαξ/η, η αποθήκευσηплата за - груза на ж.-д. станции сверх срока οι επισταλίες για - του φορτίου στον σιδηροδρομικό σταθμόсрок - я προθεσμία/διορία - ης- σε χύμαхолодильное - σε ψύξη/ψυγείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > хранение
-
9 дорожный
дорожн||ыйприл 1 (относящийся к дороге) ὁδικός:\дорожный столб τό χιλιόμετρο, ὁ χιλιομετροδείκτης· \дорожный указатель ὁ ὀδοδείκτης· \дорожныйое строительство ἡ ὁδοποιία·2. (необходимый для путешествия) ταξιδιωτικός, ὁδοιπορικός, τοῦ ταξιδιού:\дорожныйые вещи εἰδη ταξιδιού· \дорожный костюм τό ταξιδιωτικό κοστούμι· \дорожныйые расходы τά ὁδοιπορικά Εξοδα· \дорожныйая фляга τό παγούρι. -
10 мелкий
мелк||ийприл1. (некрупный) ψιλός, μικρός, λιανός:\мелкийие расходы τά μικρά Εξοδα· \мелкий дождь ἡ ψιλή βροχή, ἡ ψιχάλα· \мелкийая торговля τό μικρεμπόριο· \мелкий рогатый скот τά γιδοπρόβατα· \мелкий почерк τά ψιλά γράμματα· \мелкий собственник ὁ μικροϊδιοκτήτης· \мелкийая буржуазия ἡ μικροαστική τάξη, οἱ μικροαστοί· \мелкийая кража ἡ μικροκλοπή· \мелкийие деньги τά ψιλα (χρήματα)·2. (неглубокий) ρηχός, ἀβαθής:\мелкийая тарелка τό ρηχό πιἀτο·3. (незначительный, ничтожный) μικρός, μικρο· πρεπής, φτηνός:\мелкийие интересы τά στενά ἐνδιαφέροντα. -
11 непредвиденный
непредви́денн||ыйприл ἀπρόοπτος, ἀπροσδόκητος, ἀπρόβλεπτος, ἀναπάντεχος:\непредвиденныйые расходы τά ἀπρόβλεπτα ἐξοδα. -
12 окупать
окупатьнесов, окупить сов ἀντισταθμίζω:\окупать расходы βγάζω τά ἐξοδα \окупатьси ἀντισταθμίζομαι / перен ἀποζημιώνομαι. -
13 покрывать
покрыватьнесов1. σκεπάζω, καλύπτω / κουκουλώνω (укутывать) / στεγάζω, σκεπάζω (крышей):\покрывать» голову σκεπάζω τό κεφάλι μου·2. (возмещать) καλύπτω:\покрывать расходы καλύπτω τά ἐξοδα·3. (красить) ἀλείβω, ἐπιχρίω:\покрывать лаком βερνι-κώνω· \покрывать краской μπογιατίζω, χρωματίζω· \покрывать золотом ἐπιχρυσώνω·4. (не выдавать) κρύβω, ἀποκρύπτω, συγκαλύπτω·5. (заглушать \покрывать о звуках) σκεπάζω, πνίγω·6. (расстояние) καλύπτω, διατρέχω (απόσταση)· ◊ \покрывать себя сла́вой περιβάλλομαι μέ δόξαν. -
14 путевой
путев||ойприл1. ταξιδιωτικός, ὁδοιπορικός, ὁδικός:\путевоййе впечатления ταξιδιωτικές ἐντυπώσεις· \путевойые расходы τά ὁδοιπορικά ἔξοδα· 2.:\путевой сторож ὁ φύλακας γραμμής σιδηροδρόμου, ὁ ἐπόπτης γραμμών. -
15 убавить
убавитьсов, убавлять несов1. ἐλαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω (уменьшить)/ κονταίνω, βραχύνω (укоротить)/ στενεύω, περιορίζω (сузить) \убавить расходы λιγοστεύω τά ἔξοδα· \убавить скорость ἐλαττώνω τήν ταχύτητα· \убавить шагу βαδίζω πιό σιγά·2. (в весе) разг:больной убавил в весе ὁ ἄρρωστος ἔχασε βάρος. -
16 урезать
урезатьсов, урезать несов прям., перен κόβω, κονταίνω (делать короче)/ ἐλαττώνω, (ό)λιγοστεύω (μετ.) (уменьшать) /περικόπτω,· περιορίζω (сокращать):\урезать расходы ἐλαττώνω τά Εξοδα. -
17 чрезвычайный
чрезвычайныйприл ἐξαιρετικός (исключительный)/ ἔκ-τακτος (внеочередной):\чрезвычайныйое происшествие τό Εκτακτο συμβάν, τό ἐξαιρετικό γεγονός· \чрезвычайныйый успех ἡ ἐξαιρετική ἐπιτυχία· \чрезвычайныйые расходы τά ἔκτακτα ἔξοδα· \чрезвычайныйые меры τά ἔκτακτα μέτρα· \чрезвычайныйое положение ἡ κατάσταση ἐκτακτου ἀνάγκης· \чрезвычайныйый посол ὁ ἔκτακτος πρεσβευτής, ὁ ἐκτακτος ἀπεσταλμένος· \чрезвычайныйый декрет ὁ ἔκτακτος νόμος, τό ἐκτακτον διάταγμα· \чрезвычайныйый съезд τό ἐκτακτο συνέδριο. -
18 неоправданный
επ.αδικαιολόγητος, αβάσιμος•неоправданный вывод αστήρικτο συμπέρασμα•
-ое об-винние αβάσιμη κατηγορία.
|| άσκοπος•-ые расходы (затраты) αδικαιολόγητα έξοδα.
-
19 подсчитать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подсчитанный, βρ: -тан, -а, -оρ.σ.μ. λογαριάζω•подсчитать расходы λογαριάζω τα έξοδα.
|| καταμετρώ•подсчитать голосов καταμετρώ τους ψήφους.
-
20 покрыть
-крою, -кроешь ρ.σ.μ.1. καλύπτω, σκεπάζω• επενδύω, ντύνω• επιστρώνω, επικαλύπτω•покрыть стол скатертью σκεπάζω το τραπέζι, με το τραπεζομάντηλο•
покрыть дом черепичей σκεπάζω το σπίτι με κεραμίδια•
покрыть сундук железом ντύνω το σεντούκι, με πάφιλα•
покрыть соломом αχυροσκεπάζω•
покрыть голову платком σκεπάζω το κεφάλι με το μαντήλι.
2. αλείφω•покрыть картину лаком βερνικώνω τον πίνακα (εικόνα)•
покрыть краской σκεπάζω με χρώμα.
|| εμποδίζω την όραση, όψη, τη θέα•тучи -ли нбо σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό•
-мглой καλύπτω με σκοτάδι•
мрак -ыл землю σκοτάδι σκέπασε τη γη•
покрыть голос кого, чего καλύπτω (υπερβάλλω) τη φωνή άλλου.
3. αντισταθμίζω, ισοφαρίζω•-расходы καλύπτω τα έξοδα•
покрыть дефицит καλύπτω το έλλειμμα.
4. κρύβω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω•покрыть преступников κρύβω τους εγκληματίες•
покрыть сообщников κρύβω τους συνεργούς.
5. διανύω απόσταση.6. (χαρτπ.) σκεπάζω, χτυπώ, βαρώ, νικώ.7. μαλώνω.8. (για ζώα) οχεύω, βατεύω.εκφρ.покрыть аплодисментами – καταχειροκροτώ•покрыть позором (презрением, стыдом) – καταντροπιάζω, ρεζιλεύω, εξευτελίζω•покрыть славой – καλύπτω με δόξα•- ыто тайной – καλύπτεται με μυστήριο.καλύπτομαι, σκεπάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. покрыть одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα•нбо -лось тучами ο ουρανός συννέφιασε•
покрыть морщинами -γεμίζω ρυτίδες•
покрыть пеной σκεπάζομαι με αφρό•
голос -лся шумом η φωνή σκεπάστηκε από το θόρυβο•
дефицит -ется το έλλειμμα θα καλυφθεί.
Перевод: со всех языков на греческий
с греческого на все языкирасходы по - ю έξοδα - ης
Страницы